διδακτῶν

διδακτῶν
διδακτός
taught
fem gen pl
διδακτός
taught
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διδακτής — διδακτής, ο (Μ) [διδάσκω] αυτός που κηρύσσει τον θείο λόγο («να φροντίζουσι... διά τήν συναναστροφή καί διδασκαλίαν τών διδακτών όπου κηρύσσουσι τόν λόγον τού Θεού», χριστιανική διδασκαλία) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”